- συναρπαστικός
- -ή, -όαυτός που συναρπάζει: Τους πρόσφεραν ένα συναρπαστικό θέαμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συναρπαστικός — ή, ό, Ν (για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να συναρπάζει, να ελκύει, να συγκινεί ή να γοητεύει, μαγευτικός, γοητευτικός. επίρρ... συναρπαστικά Ν με συναρπαστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναρπάζω. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
μαγευτής — ο, θηλ. μαγεύτρια και μαγεύτρα (AM μαγευτής, θηλ. μαγεύτρια) [μαγεύω] μάγος νεοελλ. ως επίθ. 1. μαγικός 2. θελκτικός, συναρπαστικός («η μαγεύτρα φύση») … Dictionary of Greek
μαγευτικός — ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαγευτικός, ή, όν) [μαγεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία ή στους μάγους, μαγικός 2. το θηλ. ως ουσ. η μαγευτική η τέχνη τής μαγείας, η μαγική τέχνη νεοελλ. αυτός που δίνει ψυχική ευχαρίστηση, θελκτικός,… … Dictionary of Greek
μαγικός — ή, ό (AM μαγικός, ή, όν) [μάγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῡ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη») 3. το θηλ.… … Dictionary of Greek
σπαρταριστός — ή, ό Ν [σπαρταρίζω] 1. αυτός που σπαρταράει, που ασπαίρει 2. φρέσκος, λαχταριστός («σπαρταριστά ψάρια») 3. ζωντανός, συναρπαστικός (α. «σπαρταριστή περιγραφή» β. «σπαρταριστό ανέκδοτο») 4. φρ. «σπαρταριστά γέλια» ζωηρά και ηχηρά γέλια … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Σαίκσπηρ, Ουίλιαμ — (Shakespeare). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (Στράτφορντ ov Αίηβον 1564 1616). Από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, οι πιο αξιόπιστες είναι εκείνες που βγαίνουν από δικαστικά έγγραφα και μαρτυρίες συγχρόνων του. Γιος … Dictionary of Greek